συγξέω

συγξέω
Α
1. λειαίνω κάτι με ξέση ή με ροκάνισμα
2. παθ. συγξέομαι
(για λεκτικό ύφος) εξομαλύνομαι, εκλεπτύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ξέω «ξύνω, λειαίνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συγξέεται — συγξέω smooth by scraping pres ind mp 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξέω — (ΑΜ ξέω) 1. ξύνω 2. λειαίνω επιφάνεια με ξύσιμο, με τριβή ή με κοπτικό εργαλείο («τῶν πριζόντων... καὶ ξεόντων καὶ τορνευόντων», Πλάτ.) 3. αποξέω, απαλείφω με ξύσιμο, αποτρίβω μσν. διακοσμώ αντικείμενο χαράζοντάς το μσν. αρχ. στιλβώνω, γυαλίζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”